- πασχαλιάτικος
- [пасхапьатикос] επ пасхальный.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
πασχαλιάτικος — και πασκαλιάτικος, η, ο [Πασχαλιά] πασχαλινός … Dictionary of Greek
πασχαλιάτικος — η, ο πασχαλινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασκαλιάτικος — η, ο βλ. πασχαλιάτικος … Dictionary of Greek
πασχαλινός — και πασκαλινός, ή, ό [πασχαλιά] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Πάσχα, πασχαλιάτικος, λαμπριάτικος (α. «πασχαλινά αβγά» β. «πασχαλινό τραπέζι») … Dictionary of Greek
πασχαλινός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Πάσχα, ο πασχαλιάτικος, ο λαμπριάτικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)